Σάντρα Ντίκμαν – Το μαγικό φτερό

Η δύναμη μέσα μας

Τώρα μπαίνουμε βαθιά στη φύση, στην ανεξάντλητη τοπογραφία της  βορειοευρωπαϊκής εκδοχής της, καθώς η συγγραφέας και εικονογράφος Σάντρα Ντίκμαν γεννήθηκε στον Βόρεια Γερμανία, δημιουργούσε επί εικοσαετία στο Λονδίνο και τώρα ζει στον Εθνικό Δρυμό Peak District μεταξύ Σέφιλντ και Μάντσεστερ. Έτσι, λοιπόν, εξηγείται όλη αυτή η εικονοπλασία της φύσης, σε χρώματα όλων των αποχρώσεων αλλά κυρίως του χρυσού, του καφέ και του πράσινου. Παρόμοιο είναι και το περιβάλλον μιας οικογένειας αρκούδων, που περιλαμβάνει μια σοφή και τρυφερή μαμά, την Φωτεινή και τρία αρκουδάκια, την γενναία Αστραπή, τον παρατηρητικό Αστέρη και τον μικρότερο όλων, που δεν έχει βρει το όνομά του … γιατί στέκει αμήχανος στην άκρη και του λείπει το θάρρος, η τόλμη και όπως αλλιώς ονομάζεται εκείνη η ενέργεια που ωθεί ένα μικράκι να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται. Δεν χορεύει μαζί με την οικογένειά του γιατί ξέρει πως δεν χορεύει καλά. Δεν τολμάει να ανέβει ψηλά στα δέντρα, φοβάται να πιάσει τα ψάρια μέσα στα ορμητικά νερά του ποταμού, μερικές φορές δεν νοιώθει ούτε ως ένας αρκούδος. Έρχεται όμως ένα βράδυ όπου κάπου έξω κυκλοφορεί η μαγεία που κρύβεται μέσα στη μέρα, γιατί πάντα φτάνει μια μαγική στιγμή που μας επισκέπτεται αν είμαστε ανοιχτοί να την καλοδεχτούμε, και τότε κάτι αλλάζει. Ένα μεγάλο πουλί έρχεται από ψηλά και του δίνει ένα «μαγικό φτερό».

Το αρκουδάκι νοιώθει έναν περίεργο ησυχασμό και κοιμάται γαλήνια. Κάποια αδιόρατη αλλαγή είναι αισθητή από το επόμενο πρωινό. Οι σκιές του δάσους εξαφανίζονται, το σώμα του αφήνεται στο χορό. Το πορτοκαλοκόκκινο φτερό μεγαλώνει στα πόδια του, τυλίγεται κάτω από το δέντρο σαν στρώμα για να τον προστατεύσει όταν θα ανέβει να δει επιτέλους τα κοράκια, γίνεται βάρκα για να πλεύσουν μαζί  στα ποταμίσια νερά. Και όταν εκεί βρίσκεται ένας παγιδευμένος λαγός, ο μικρός αρκούδος δεν θα το σκεφτεί στιγμή να βουτήξει να τον σώσει. Αλλά πάνω που πάει να του εξηγήσει πως τόλμησε χάρη στο μαγικό φτερό του, αυτό έχει κάνει… φτερά. Πώς να το είχε κρατήσει όταν ορμούσε για την σωτηρία του;

Ο μικρός αρκούδος κάνει αντίστροφα την διαδρομή για να το βρει, ρωτά όλα τα ζώα που συνάντησε στο πέρασμά του, το αναζητά στα δέντρα, ψάχνει παντού αλλά μάταια. Δάκρυα, απογοήτευση, συντριβή. Όμως η μαμά του είναι κάπου κοντά και το περιμένει για να του προσφέρει μια άλλη εκδοχή: Μερικές φορές, όταν κάτι δεν τω χρειαζόμαστε πια, το ξεχνάμε όσο χρειάζεται για να εξαφανιστεί. Του εξηγεί πως έχει πλέον κάνει το μεγάλο βήμα και μπορεί χωρίς αυτό· πως η καλοσύνη του έλαμψε σαν σπίθα και του χάρισε το όνομα και την ταυτότητα. Ο Σπίθας κοιμάται ήσυχος και ανυπόμονος για τον κόσμο που τον περιμένει για εξερεύνηση από το επόμενο πρωί. Όσο για το φτερό, ταξιδεύει μαζί με το φως του να δώσει δύναμη σε όσα άλλα πλάσματα το έχουν ανάγκη.

Υπάρχει λοιπόν πάντα μια στιγμή, μια αφορμή, μια λάμψη, ένα βήμα, μια ιδέα, κάτι τόσο μικρό αλλά τόσο μεγάλο, που μας δίνει την πολύτιμη ώθηση προς τα εμπρός, προς την τόλμη, το θάρρος, την προσπάθεια που αποτελεί το μισό των πάντων. Τότε ανακαλύπτουμε πως οι δυνάμεις που κρύβουμε εντός μας βρίσκονταν πάντα εκεί αλλά έβρισκαν κλειστές πόρτες εξαιτίας του φόβου, της ντροπής ή της έλλειψης ενθάρρυνσης. Ακόμα κι αν δεν έρθει από κάποιο βουνό ένα λαμπερό πουλί να μας δώσει το μαγικό φτερό, σίγουρα υπάρχει κάπου κοντά μας αν όχι μέσα μας!

Εκδ. Ψυχογιός, 2023, μτφ. Αντώνης Παπαθεοδούλου, σελ. 32 [Sandra Dieckmann, The magic feather, 2022].

Ιστοσελίδα της συγγραφέως: εδώ.

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των ενηλίκων, εδώ.

Φρόσω Φωτεινάκη – Να σε κάνω μια αγκαλιά;

Συναίνεση στις αγκαλιές, αυτοδιάθεση στο σώμα

Να την λοιπόν η νέα μας γνωριμία, η Αντιγόνη με το αξιαγάπητο μουτράκι, το ολόφωτο χαμόγελο, τα μαλλιά της φτιαγμένα με δυο ολοστρόγγυλα «κεφτεδάκια», πολύχρωμα ρούχα, έτοιμη να τροχοδρομήσει στις ρόδες του πατινιού της. Και χωρίς περιστροφές μας ρίχνει την δύσκολη ερώτηση, ποιο είναι το καλύτερο πράγμα στον κόσμο. Δεν πέφτουμε στην παγίδα, δεν θα είναι κάτι χειροπιαστό, γνωρίζουμε πως όλα όσα αξίζουν στην ζωή είναι άυλα, προλαβαίνει και όποιο παιδί σπεύδει να επιλέξει τριπλό παγωτό με τα έξτρα του, και, όπως συμβαίνει με κάθε χαρακτήρα βιβλίου για παιδιά που μας επισκέπτεται για μόνιμη κατοικία σπίτι την ακούμε προσεκτικά. Η αγκαλιά, λέει, και φωτίζεται ακόμα περισσότερο το πρόσωπό της. Μα βέβαια, αυτή υπερισχύει των πάντων!

Κανείς μας λοιπόν δεν θα διαφωνήσει, επειδή θα την φανταστεί με τα πρόσωπα που αγαπά περισσότερο. Όμως αυτά δεν πάνε πάντα μαζί, καθώς η αγκαλιά χρησιμοποιείται ευρύτερα από διάφορους κύκλους ανθρώπων, τους στενούς και ευρύτερους συγγενείς, τους φίλους και συμμαθητές, τους φίλους των συγγενών και των συμμαθητών και τα λοιπά και τους λοιπούς. Και είναι και κάποιες που μοιάζουν «αναπόφευκτες», από ανθρώπους που ξέρουμε πόσο μας αγαπούν: θείοι και θείες, ο νονός ή η νονά, οι συνομήλικοι φίλοι στο χωριό. Και κάποιες άλλες, από ανθρώπους που βλέπουμε μια στις τόσες, οι επισκέπτες των γιορτών, οι ομοτράπεζοι της Καθαρής Δευτέρας…

Είναι όλες οι αγκαλιές το ίδιο; Σίγουρα όχι, γιατί πρώτα απ’ όλα, εμείς δεν τις αισθανόμαστε, ούτε τις θέλουμε, ούτε τις χαιρόμαστε το ίδιο – και μερικές δεν τις θέλουμε καθόλου. Τι γίνεται λοιπόν όταν μια σειρά ανθρώπων έρχονται να μας σφίξουν και να μας χώσουν στην αγκάλη τους χωρίς να έχουμε διάθεση ή επιθυμία; Η Αντιγόνη είναι μπερδεμένη: καλά να μην αρέσκεται σε μια εμφανώς αρνητική συμπεριφορά, αλλά έχει δικαίωμα να θέλει να αποφύγει όλα αυτά τα ανοιχτά, περικυκλωτικά χέρια; Το πρώτο της βήμα είναι να το συζητήσει με έναν καλό της φίλο που έχει ακριβώς την ίδια άποψη: «Οι άνθρωποι νομίζουν πως μπορούν να μας αγγίζουν χωρίς να μας ρωτάνε!». Και μάλιστα επισημαίνει ότι πρώτοι απ’ όλους είναι οι ίδιοι οι γονείς και συγγενείς μας που θεωρούν αυτονόητη την ….αυτοδιάθεση μας και δίνουν το ελεύθερο σε οποιονδήποτε, ότι δεν είναι ευγενικό να απομακρυνόμαστε!

Έτσι η Αντιγόνη φτιάχνει μια λίστα με τις αγκαλιές που θέλει, επικεντρώνοντας όχι στα πρόσωπα αλλά στην δική της αίσθηση. Επιθυμεί αυτές που την χαλαρώνουν, την ζεσταίνουν, την κάνουν να χαμογελάει, να ηρεμεί, να νοιώθει άνετα, να μην ντρέπεται, να μην απορεί, να μην πιέζεται, να μην αγχώνεται – η λίστα είναι μεν μεγάλη αλλά είναι και αποκλειστική. Οποιαδήποτε άλλη αγκαλιά είναι ανεπιθύμητη και σε κάθε περίπτωση πρέπει να προηγείται η άδεια του τιμώμενου. Ιδού το μεγάλο αλλά πολύτιμο βήμα για κάθε παιδί: η έκφραση ενός STOP στις αγκαλιές που έρχονται από τους πάντες, όσο καλοπροαίρετες και αν είναι. Άλλωστε η άρνηση δεν έχει πάντα να κάνει με το πρόσωπο που μας αγκαλιάζει αλλά προφανώς και με την χρονική στιγμή, την διάθεσή μας, την ειδικότερη εσωτερική μας επιθυμία.

Από αυτή την μικρή αλλά τόσο σημαντική έκφραση συναίνεσης και αποδοχής εκ μέρους του παιδιού εξαρτώνται μείζονα αλλά ζητήματα: η αίσθηση ασφάλειας, η συναίνεση και η οριοθέτηση σε οτιδήποτε αφορά το σώμα του, η δυνατότητα αυτοπροστασίας του, η εμπιστοσύνη στο σώμα και στο συναίσθημά του, η βεβαιότητα πως το σώμα μας μάς λέει πάντα την αλήθεια, ο αυτοσεβασμός, η απόλυτη ισχύς της φράσης «Όταν λέω όχι, το εννοώ!». Αντιλαμβάνεται κανείς πως όλα τα παραπάνω δεν περιορίζονται μόνο στο σώμα αλλά ισχύουν σε οποιαδήποτε έκφανση της ζωής. Είναι πλέον γνωστό ότι κάθε αγκάλιασμα εκκρίνει πολύτιμες ουσίες που διοχετεύονται εντός μας και τίποτα δεν δικαιούται να αντιστρέψει ή να ακυρώσει την ροή τους. Και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε την απαραίτητη και τόσο θεραπευτική αγκαλιά στον ίδιο μας τον εαυτό! Συνεπώς μαζί με την Αντιγόνη ξαναγράφουμε την προτίμησή μας: «Αγκαλιά: το ομορφότερο πράγμα στη γη, αρκεί να το θες εσύ! Εκφραστικότατα τα πρόσωπα της εικονογράφου, σε ζωγραφιές που αναπνέουν στο χώρο και στο χρώμα.

Ηλικίες: 4+

Εικονογράφηση Φωτεινή Τίκκου.

Εκδ. Διόπτρα, 2022, , σελ. 48. Πρόλογος: Μάριος Μάζαρης

Ιστοσελίδα της ψυχολόγου και ψυχοθεραπεύτριας συγγραφέως: εδώ.

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.

Nadia Finer – Ντροπαλοί και δυνατοί. Ανακάλυψε την αυτοπεποίθηση που κρύβεις μέσα σου!

Ντροπαλότητα και αυτοπεποίθηση, απολύτως συμβατές!

Υπάρχει ένα κενό στον χώρο των βιβλίων που απευθύνονται σε παιδιά, εφήβους ή στο θολό μεταίχμιο ανάμεσα στα δυο: είναι, μεν, δεδομένη η επιθυμία για ένα βιβλίο που αφορά κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα και όλα όσα κρίνεται ότι ενδιαφέρουν το παιδί, από την κατανόηση και την αποδοχή αυτού του συναισθήματος ως την διαχείριση και αντιμετώπισή του, αλλά, από την άλλη, αναζητείται ο τρόπος ώστε αυτό να είναι αναγνώσιμο και ελκυστικό για τα παιδιά. Συνήθως το βάρος δίνεται αποκλειστικά στο κείμενο, το οποίο και μετά θα πρέπει να «μεταφερθεί» στα παιδιά, ή σε μια εικονογραφημένη ιστορία, η οποία σαφώς θα έχει το νόημά της αλλά θα προτείνει μόνο μια περίπτωση και το αντίστοιχο δίδαγμα.

Αυτό το βιβλίο συνδυάζει και τα δύο. Πρώτα προτείνει ένα πλουσιότατο κείμενο, μοιρασμένο σε ενότητες, κομμάτια, συννεφάκια σκέψεων και λόγων (ακριβώς όπως στα κινούμενα σχέδια), καταλόγους, λίστες, επιγράμματα, διαγράμματα, περιγράμματα, συμπεράσματα, προτάσεις, παιχνίδια. Αλλά όλα αυτά εντάσσονται σε πολύχρωμες σελίδες, με σχέδια και εικόνες όλων των εμπλεκομένων, με όλα τα δυνατά ζωγραφίσματα καταστάσεων ακριβώς την στιγμή που συμβαίνουν και την ώρα που μας καίνε.

Έχουμε λοιπόν μια εικονογραφημένη βίβλο για την ντροπή και την ντροπαλότητα, αλλά οφείλω να τονίσω ότι στην ουσία εδώ το θέμα είναι ευρύτερο και αφορά και την εσωστρέφεια [introversion], δηλαδή όχι μόνο τις περιπτώσεις όπου υπάρχει χαμηλή αυτοπεποίθηση αλλά ένα εγγενές χαρακτηριστικό παιδιών τα οποία μπορεί να έχουν αυτοπεποίθηση αλλά επιλέγουν λιγότερη κοινωνικότητα ή καταφεύγουν στην μοναξιά τους. Συνεπώς όταν εδώ στο κείμενο αναφερόμαστε σε ντροπαλά παιδιά συμπεριλαμβάνουμε και τα εσωστρεφή.

Για ποιο λόγο ο κόσμος δεν μιλάει πολύ για την ντροπαλότητα; Τι ακριβώς συμβαίνει στα παιδιά που δεν επιθυμούν να μιλάνε ή να ξεχωρίζουν; Υπάρχει κάποιο μανιφέστο των ντροπαλών πλην παντοδύναμων; Πότε και γιατί ντρεπόμαστε και πού κρύβεται η αυτοπεποίθηση; Γιατί πάρα πολλοί άνθρωποι ντρέπονται; Είναι φυσιολογικό; Το περιβάλλον μπορεί να επηρεάζει; Τι προκαλείται στο σώμα μας και πώς λειτουργεί ο ντροπαλός εγκέφαλος; Γιατί δεν χρειάζεται να αλλάξουμε παρά να αποδεχτούμε την ντροπαλότητά μας; Πότε πρέπει να βγαίνει η «σίγαση» και γιατί οι ήσυχες φωνές είναι σημαντικές;

Μήπως η ντροπαλότητα είναι απλώς ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μας και είμαστε πολλά περισσότερα από αυτήν, στην ουσία πολλαπλά στρώματα διαφόρων στοιχείων, όπως η ευγένεια, η σοβαρότητα, το χιούμορ, η δύναμη, η σοβαρότητα, η αποφασιστικότητα; Υπάρχει κάποια μυστική πόρτα που μπορούμε να ανοίξουμε απαλά ώστε να δούμε τα σπουδαία πράγματα που μας περιμένουν στην άλλη πλευρά; Μπορούν οι φόβοι να αντιμετωπίζονται; Μπορεί η ντροπαλότητα να αποτελεί μια (ήρεμη) δύναμη; Είναι δυνατόν να αγαπηθούν οι πεταλούδες στο στομάχι; Να αναδυθούν οι δικές μας ικανότητες; Να ξεχνάμε την τελειότητα, να αποδεχόμαστε ότι κάποιοι μπορεί να μη μας συμπαθούν; Πότε είναι ώρα να μιλήσει κανείς, να σταματά να ακολουθεί, να γίνει πρωτοπόρος, να πάρει τον έλεγχο;

Όλα τα παραπάνω ερωτήματα έχουν τον χώρο τους στις σελίδες, μαζί με το κατάλληλο χρωματισμένο σχέδιο, και αντιμετωπίζονται με μια σειρά προτάσεων, συμβουλών, βεβαιοτήτων, ασκήσεων αλλά και με μερικές αποστολές-έκπληξη για όλους τους πιστούς της ντροπαλότητας ή (και) της εσωστρέφειας. Σε όλα τα παραπάνω είναι δεδομένη η αντίληψη πως μπορούμε να τις αποδεχτούμε, να τις δουλέψουμε και να αποκτήσουμε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση χωρίς να αλλάξουμε τίποτα από αυτό που είμαστε. Γιατί το κάθε παιδί είναι ένα πλάσμα μοναδικό και μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας και να είμαστε και καλά με αυτό. Και μετά θα είμαστε έτοιμοι να αγκαλιάσουμε όλα τα υπέροχα, ανακατεμένα, λασπωμένα, μπερδεμένα πραγματάκια που αποτελούν τη ζωή.

Τόσο η συγγραφέας όσο και η εικονογράφους δηλώνουν χαρακτήρες υψηλής ντροπαλότητας, την οποία διοχετεύουν στον λόγο και την εικόνα. Η Nadia Finer έχει και ειδική ιστοσελίδα που αφορά ακριβώς τον επιθυμητό συνδυασμό Ντροπαλού και Δυνατού, και αφορά τόσο παιδιά όσο και ενήλικες. Και, προσοχή, το παρόν βιβλίο να μη συγχέεται με το ομότιτλο βιβλίο της ίδιας, Ντροπαλοί και δυνατοί, με υπότιτλο Βγείτε από τη σκιά του εαυτού σας και διεκδικήστε τη ζωή που ονειρεύεστε [από τις ίδιες εκδόσεις, 2023, σελ. 400], και το οποίο προφανώς απευθύνεται σε ενήλικες. Ιστοσελίδα της εικονογράφου, εδώ.

Ηλικίες: 8+

Εικονογράφηση Sara Thielker. Εκδ. Διόπτρα, 2022, μτφ. Νοέλα Ελιασά, σελ. 96 [Shy and mighty, 2022].

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των ενηλίκων, εδώ.

Emily MacKenzie – Καταζητείται! Κούνελος Ράλφι, κλέφτης βιβλίων

Κατανόηση και ενσυναίσθηση για τους βιβλιοφάγους!

Είναι, ευτυχώς, απολύτως αυτονόητο ότι η διαφορετικότητα σε κάθε άνθρωπο δεν είναι απλώς δεδομένη αλλά δημιουργεί και μια ανεξάντλητη ποικιλία πλασμάτων. Το ίδιο φυσικά αφορά και τα ζώα, που έχουν ξεχωριστούς και μοναδικούς «χαρακτήρες» και κανένα δε μοιάζει με κανένα άλλο. Αυτό που όμως πραγματικά δεν περίμενα είναι να υπάρχει ένα κουνέλι που να αγνοεί τα καρότα, τα μαρούλια και τις πικραλίδες και μοναδική «τροφή» και έγνοιά του να είναι τα βιβλία. Και δεν τα ονειρεύεται μόνο, αλλά θέλει και να τα διαβάζει συνέχεια! Με άλλα λόγια, αυτός ο Ράλφι είναι ο διαφορετικότερος των διαφορετικών!

Για να δούμε σε ποιο σημείο έχει φτάσει η μανία του αρκεί να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στις λίστες του: υπάρχει η λίστα αυτών που έχει διαβάσει (όπως π.χ. Ο Φύλακας στο λαχανόκηπο ή Ο γύρος του λιβαδιού σε 80 ημέρες), των αγαπημένων του (όπως Τα απομεινάρια ενός μαρουλιού και Ο άνεμος στα λαγούμια), αυτών που πρέπει να διαβάσει σύντομα (όπως Τα κουνέλια που έβλεπαν τα τρένα να περνούν), προτάσεις βιβλίων για την μαμά (όπως τα Ανεμοδαρμένα καρότα), τον μπαμπά (όπως Ο καλός ο κακός και ο κούνελος) και τα αδέλφια του, χαμός! Εννοείται, βέβαια, πως όλα τα βαθμολογεί με καρότα.

Τι του αρέσει μέσα στα βιβλία; Να χάνεται στις ιστορίες τους, να μαθαίνει καινούργιες λέξεις. Πώς τα βρίσκει όλα αυτά τα βιβλία; Εδώ αρχίζει το πρόβλημα: αρχικά τρυπώνει στις κρεβατοκάμαρες των ανθρώπων και τα διαβάζει επί τόπου, αλλά σύντομα αρχίζει να τα παίρνει σπίτι του. Κόμικς, τσελεμεντέδες, λεξικά, μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, όλα χωράνε στο σάκο και στο σπίτι του. Όλα καλά! Όλα καλά; Μπορούμε να παίρνουμε έτσι απλά τα βιβλία των άλλων χωρίς να τους ρωτάμε, χωρίς να συμφωνούν;

Σ’ ένα άλλο σπίτι υπάρχει ο Άρθουρ, ένα μικρό αγόρι που εξίσου λατρεύει το διάβασμα. Η βιβλιοθήκη του ξεχειλίζει βιβλία, ταξινομημένα ανά κατηγορίες – εδώ τα διαστημικά, εκεί τα τρομακτικά, παραπέρα ιστορίες με ζώα, με τέρατα, κλασική λογοτεχνία, βιβλία δραστηριοτήτων. Αλλά αρχίζει να παρατηρεί ότι στα ράφια άρχισαν να εμφανίζονται κενά, και να βρίσκει και μισοφαγωμένα καρότα και μουσκεμένα μαρουλόφυλλα. Αποφασίζει να παραμονεύσει με πλήρη εξοπλισμό αλλά μόλις προλαβαίνει να δει τον αστραπιαίο κούνελο. Ποιος να τον πιστέψει τώρα; Η μητέρα του εκθειάζει την φαντασία του, η δασκάλα του τον επαναφέρει στην τάξη, ακόμα και ο αστυφύλακας Παντλ ξεκαρδίζεται από την περιγραφή. Ο Άρθουρ χάνει την διάθεση για διάβασμα, βλέπει πως λείπει και το αγαπημένο του βιβλίο…

Όταν όμως ο Ράλφι εισχωρήσει στην βιβλιοθήκη του ίδιου του αστυφύλακα Παντλ και συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, και όταν τελικά στην διαδικασία της αναγνώρισης στο αστυνομικό τμήμα πέσει στην παγίδα και αντί για τα μαρούλια γλυκοκοιτάξει τα βιβλία, τότε η σύλληψη είναι προ των πυλών. Αλλά ο Άρθουρ δεν είναι μόνο ένας πιστός της ανάγνωσης αλλά και της ενσυναίσθησης. Γνωρίζει καλά την λατρεία των βιβλίων και σκέφτεται ότι μπορεί να ξεπλέξει τον φοβισμένο Ράλφι. Έτσι όχι μόνο τον συγχωρεί αλλά και του γνωρίζει τον απόλυτο τόπο όπου μπορεί νόμιμα να διαβάζει βιβλία που δεν είναι δικά του: την βιβλιοθήκη! Σύντομα οι δυο τους θα γίνουν κολλητοί βιβλιοφάγοι και θα μοιράζονται αμέτρητα βιβλία.

Μπορούμε λοιπόν να κατανοούμε και να συγχωρούμε, αλλά και να γνωρίζουμε στον φίλο μας το σωστό και το δίκαιο. Μπορούμε να μοιραζόμαστε την αγάπη μας για τα βιβλία, και την δυνατότητα του δανεισμού. Μπορούμε, τέλος, να επισκεπτόμαστε το ιδανικό μέρος όπου μπορούμε να βρούμε, να ξεφυλλίσουμε, να διαβάσουμε και να δανειστούμε βιβλία: τις δημόσιες βιβλιοθήκες, γιατί, ως γνωστόν, τα βιβλία τους βιβλιοθηκών αυξάνονται και πληθύνονται και δεν εξαντλούνται ποτέ!

Εμφανώς ταλαντούχα, η Emily McKenzie, με βάση της το Εδιμβούργο, είναι ταυτόχρονα συγγραφέας μιας ιστορίας που απαιτεί λεπτότητα στο χειρισμό και ενσυναίσθηση στην αντιμετώπιση αλλά και εικονογράφος της, με χρώματα φωτεινά και πρόσωπα σχεδιασμένα με τον κατάλληλο τρόπο. Σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξή της (εδώ) εξομολογείται ότι ακόμα έχει στα ράφια του γραφείου της τα εικονογραφημένα βιβλία που διάβαζε μικρή και συχνά τα ξεφυλλίζει και εμπνέεται. Και, πράγματι, οι μορφές της εδώ μοιάζουν να αντανακλούν κάτι από την παλαιότερη πλην διαχρονική τέχνη της παιδικής σκιτσογραφίας.

Εκδ. Δεσύλλας, 2023, απόδοση: Αργυρώ Πιπίνη, σ. 38 [WANTED! Ralfy Rabbit, Book Burglar, 2015]

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των μεγάλων, εδώ.

Orianne Lallemand – Ο λύκος Ζαχαρίας πιστεύει στα όνειρά του

Tα όνειρα που ζωντανεύουν!

1. Ο λύκος Ζαχαρίας είναι ο πλέον αγαπημένος βιβλιακός ήρωας του σπιτιού. Είναι ένας αξιαγάπητος λύκος που μας προσκαλεί στην ζωή του και διηγείται τις περιπέτειές του, αποκαλύπτει τις αδυναμίες του, μοιράζεται τα παθήματά του αλλά και τις χαρές του. Και όλα αυτά μαζί με την παρέα των λύκων που γνώρισε στο δάσος: την τρυφερή και ακριβοδίκαιη Λουλού, τον γευσιγνώστη και μερακλή Λουκά, τον ευαίσθητο και φιλοσοφημένο Τζίμη, τον ενεργητικότατο και ευφάνταστο Παναγή, τον εφευρετικό και χειροτέχνη Βλαδίμηρο, και την ευέξαπτη και καλόκαρδη δεσποινίδα Τιτί, απόγονη του Γιέτι και μόνιμη πια συγκάτοικο της συντροφιάς, ενώ σταθερός «εξωτερικός» φίλος και σοφός δάσκαλος είναι ο περίφημος καθηγητής Κουκουβάγιας. Είναι προφανές βέβαια ότι ο Ζαχαρίας με την συντροφιά του ακυρώνει (μαζί πλέον με άλλους ομοίους και από άλλα βιβλία) την κλασική ιδιότητα του κακού λύκου των παλαιότερων παραμυθιών: αυτός είναι ένας λύκος που όχι μόνο με τα λόγια του αλλά και τις εκφράσεις του ζωγραφίζει όλη την γκάμα των συναισθημάτων μας, από τον ενθουσιασμό και την οργή, ως την ντροπή και την χαρά. Κι εμείς είμαστε μαζί του, είμαστε μαζί σου λύκε Ζαχαρία!

2. Σε μια από τις πλέον πρόσφατες περιπέτειές του η μαγεία αρχίζει από το εξώφυλλο, όπου σ’ έναν μωβ έναστρο ουρανό ο λύκος Ζαχαρίας. περπατάει πάνω στα σύννεφα, ενώ ένας εστεμμένος βάτραχος και δυο ιπτάμενες νεραϊδούλες περιμένουν το επόμενο βήμα του. Πώς έφτασε ως εδώ; Όλα ξεκινούν σε μια από τις γνωστές συνάξεις με τους φίλους του, όπου τους διηγείται στους φίλους του τα όνειρά του: να γυρίσει τον κόσμο, να πετάξει ψηλά «και χίλια ακόμα πράγματα»! Η στάση του είναι εμφανής: όρθιος στη ράχη μιας καρέκλας, με ένα αεροσκάφος-παιχνίδι και μια υδρόγειο σφαίρα σε κοντινή απόσταση είναι έτοιμος να τα φτάσει. Κι όταν κάτω από το μαξιλάρι του βρίσκει στη θέση του δοντιού του μια… πατάτα την οποία και φυτεύει στην αυλή, το σκαρφάλωμα ως την κορυφή του δέντρου της τον οδηγεί σε αδιανόητες χώρες.

3. Στην χώρα των Λιχουδιών όπου τα δάση είναι από μαλλί της γριάς, οι ποταμοί από σοκολάτα και τα φύλλα των δέντρων από αμυγδαλόπαστα, συναντά τον Έλβις τον μπισκοτάνθρωπο (τον οποίο και καθησυχάζει με την έξοχη φράση «δεν δαγκώνω ό,τι μιλάει») αλλά και τον τρομακτικό Μεγάλο-Μιαμ που φυλάει έναν θεόρατο θάμνο με καραμέλες. Στην χώρα του Θαυμάτων, οι μονόκεροι είναι δεδομένοι, οι καρποί στα δέντρα καρδιόσχημοι και ο εστεμμένος βάτραχος μεταμορφώνεται σε μια κάπως… πιεστική πριγκίπισσα. Στην χώρα του Χάλοουιν ο κόμης Δράκουλας, μια μούμια, μια γριά μάγισσα και σειρά εφιαλτικών μουρών απαιτούν να τους διηγηθεί όσους καταβρόχθισε και εξοργίζονται με την καλή του καρδιά. Στην χώρα του Άγιου Βασίλη γίνεται δεκτός από τον ίδιο, που τον περιποιείται στο έξοχο σαλόνι του με τα δυο χριστουγεννιάτικα δέντρα και μαζί με τα ξωτικά δοκιμάζει όλα τα παιχνίδια. Έτσι ο λύκος μας που απ’ όλες τις χώρες έφευγε κυνηγημένος εδώ βρίσκει την ησυχία του μέχρι …το χτύπημα της πόρτας και το ξύπνημα του. Αλλά καθώς υποδέχεται τους φίλους του έτοιμος να τους διηγηθεί το περιπετειώδες χθεσινό όνειρο, δεν αντιλαμβάνεται πως τα περισσότερα πλάσματα που γνώρισε βρίσκονται ήδη πίσω του!

4. Τελικά φαίνεται πως τα όνειρα δεν είναι τόσο ακατόρθωτα όσο φανταζόμαστε και ας έχουμε το νου μας, γιατί ό,τι ευχόμαστε μπορεί να μας έρθει! Και όσο και αν πολλά από αυτά μπορεί να μην είναι όπως τα περιμέναμε, και πάλι αξίζει τον κόπο η περιπέτεια, η δοκιμή, το ταξίδι. Εκείνο που σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε, είναι να τα μοιραζόμαστε, να τα σχεδιάζουμε και να τα τολμάμε!

5. Για άλλη μια φορά οι ιδέες αλλά και οι εικόνες των δυο εμπνευσμένων κυριών είναι ανεξάντλητες. Για άλλη μια φορά σε κάθε γύρισμα σελίδας δεν ξέρεις τι περιμένει τον Ζαχαρία, τι εσένα που τον συντροφεύεις, και τι νέες μούρες θα εμφανιστούν στο διάβα μας. Αυτή τη φορά οι φίλοι του υπάρχουν μόνο στην πρώτη και την τελευταία σελίδα καθώς η περιπέτεια είναι όλη δική του, και για άλλη μια φορά αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με θάρρος αλλά και φόβο, με ενθουσιασμό αλλά και ετοιμότητα φυγής. Στο τέλος, δεν είναι και λίγο να έχεις διασχίσει μερικές μαγικές χώρες, να έχεις κάνει μερικούς φίλους, κάποιοι άλλοι να σε έχουν πάρει στο κυνήγι, και να έχεις ζήσει εμπειρίες μοναδικές!

6. Καθώς το παρόν βιβλίο αποτελεί μια κάπως «εορταστική» έκδοση, στο τελευταίο τετρασέλιδο μας περιμένει μια πρόσθετη έκπληξη: στο πρώτο δισέλιδο παρουσιάζονται οι οκτώ φίλοι σε χωριστές κάρτες με μικρά «βιογραφικά», ενώ στο δεύτερο γνωρίζουμε το ζεύγος των δημιουργών του Ζαχαρία, δυο χαμογελαστά κορίτσια που παίζουν το παιχνίδι των έξι ερωτήσεων, μας αποκαλύπτουν τα παιδικά βιβλία που αγαπάνε και τους αρέσει να διαβάζουν ξανά και ξανά, τις πηγές τις έμπνευσής τους καθώς και άλλες τους προτιμήσεις. Για να μη μιλήσω και για τα έξτρα σκιτσάκια όλων των λύκων στα δυο διπλά εσώφυλλα!

Σημ. Ένα μεγάλο μέρος από ολόκληρη την σειρά των βιβλίων του λύκου Ζαχαρία, αλλά και μερικοί «μικροί» Ζαχαρίες και διάφορα τετράδια δραστηριοτήτων μαζί του κυκλοφορούν από τις ίδιες εκδόσεις και αξίζουν όλα!

Εικονογράφηση: Thuillier Éléonore. Εκδ. Παπαδόπουλος, 2023, μτφ. Σοφία Παλάκη, σ. 44 [Le loup qui croyait en ses rêves, 2020]

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των μεγάλων, εδώ.

Τζουντίτα Καμπέλο – Είναι φθινόπωρο, Σκαντζόχοιρε!

Χωριστά αλλά μαζί

Μια από τις προσφιλέστατες προσωπικές επενέργειες της ανάγνωσης βιβλίων για παιδιά είναι η μεταφορά από τα βάθη της μνήμης πλήθους σκέψεων και πρώτων προβληματισμών σχετικά με τα θαύματα του κόσμου. Αρκεί μια σελίδα, μια φράση ή και μια εικόνα για να ανασύρει από το τόσο μακρινό παιδικό μου παρελθόν κάποια αίσθηση, κάποια ερώτηση, κάποια απάντηση που πιθανολογούσα ως αληθινή. Έτσι και τώρα, γνωρίζοντας τον αξιαγάπητο σκαντζόχοιρο με την θαλασσιά φορεσιά ύπνου, μοιράζομαι ξανά μαζί του τα ερωτήματα που με έκαιγαν και τότε: Καταλαβαίνουν τα ζωάκια το πλησίασμα της χειμερίας νάρκης; Πώς συμπεριφέρονται τις τελευταίες ημέρες προτού βυθιστούν στον ύπνο; Αντιλαμβάνονται ότι θα λείψουν για καιρό; Μπορεί να στενοχωριούνται με την «αίσθηση» ότι θα αργήσουν να ξαναδούν τους φίλους τους; Υπάρχει περίπτωση να επιχειρούν που καινπου καμιά ζαβολιά διαφυγής;

Είναι, λοιπόν, μια παρέα ζώων, ο σκαντζόχοιρος, ο λαγός, η κίσσα και ο σκίουρος, που βιώνουν συντροφιά την έλευση των τεσσάρων εποχών του χρόνου σε ισάριθμες περιπέτειες (Είναι καλοκαίρι, Κίσσα / Είναι φθινόπωρο, Σκαντζόχοιρε / Είναι χειμώνας, Λαγέ / Είναι άνοιξη, Σκιουράκι, τα τέσσερα βιβλία της σειράς, όλα από τις εκδ. Ψυχογιός, 2023), ενώ δοκιμάζονται σε περιπέτειες που δεν είναι άσχετες με την αλλαγή των συνθηκών και ανάλογες μεταιχμιακές καταστάσεις.  Γύρω τους βέβαια τιτιβίζουν, βουίζουν και γρυλλίζουν και άλλα μέλη του ζωικού βασιλείου, μέσα σ’ ένα δάσος γεμάτο πυκνά δέντρα, πλούσια βλάστηση και, πάνω απ’ όλα, εκθαμβωτικά χρώματα.

Όλοι λοιπόν γιορτάζουν τον ερχομό του φθινοπώρου: θα βγουν για μάζεμα μανιταριών και συλλογή χρυσών φύλλων για στολισμό, το δάσος θα γίνει πορτοκαλί, η μυρωδιά των σταφυλιών θα κυριαρχεί παντού, οι κολοκυθόσουπες θα αχνίζουν, χαμός! Όμως ο Σκαντζόχοιρος είναι αγέλαστος και μελαγχολικός γιατί δεν θα να ζήσει τίποτα απ’ όλα αυτά, και φυσικά θα του λείψουν και οι φίλοι του. Γιατί να πρέπει να κοιμηθεί όλο τον χειμώνα; Μήπως να αρνηθεί; Αυτή είναι η λύση και μάλιστα, ακριβώς για να κρατηθεί ξύπνιος, θα μοιραστεί όλες τις φθινοπωρινές δραστηριότητες με τους φίλους του: θα βοηθήσει το σκιουράκι να αποθηκεύσουν ξηρούς καρπούς, θα συλλέξει μαζί με την κίσσα φύλλα όλων των χρωμάτων, θα κάνει οτιδήποτε είναι δυνατό να ξεγελάσει τον ύπνο και να παραμείνει ενεργός!

Όμως μπορεί κανείς να πάει ενάντια στην ίδια του την φύση; Η νύστα τον καταβάλλει, γλιστράει, πέφτει, είναι έτοιμος να κοιμηθεί όρθιος. Τα ζώα τον καταλαβαίνουν, του συμπαραστέκονται, του εξηγούν – και αμέσως συλλαμβάνουν την ιδέα για ένα μεγάλο πάρτι, με δάσος καταστόλιστο, μενού πλούσιο και πρόγραμμα μουσικοχορευτικό. H αναχώρηση για την χειμερία νάρκη είναι πανηγυρική. Αλλά και πάλι, όταν η γιορτή τελειώσει, δεν θα είναι και πάλι μελαγχολικός; Όχι, γιατί εκτός από την υπέροχη αίσθηση του κοινού γλεντιού, οι τρεις φίλοι του έρχονται να του χαρίσουν τα πολύτιμα φθινοπωρινά δώρα – αυτά που δεν θα μπορέσει να μαζέψει αλλά θα μπορεί να τα έχει μαζί του στο κρεβάτι, όταν θα βυθιστεί στον ζεστό του ύπνο: ένα μεγάλο μανιτάρι, δώρο της φθινοπωρινής γης, ένα ανάλαφρο φτερό, προσφορά του φθινοπωρινού ανέμου κι ένα μπουκέτο λουλούδια και φύλλα, από την χλωρίδα της εποχής.

Αν υπάρχουν, λοιπόν, πράγματα που δεν γίνεται να αποφύγουμε, αν ο κύκλος της ζωής μας φέρνει σε συγκεκριμένες καταστάσεις, αν η φύση μας είναι αυτή που είναι, τότε δεν μένει παρά να τα αποδεχτούμε αλλά αυτή η αποδοχή μπορεί να γίνει όσο πιο ανάλαφρη γίνεται, συντροφιά με τους αγαπημένους μας, με μια κοινή γιορτή, με τα πιο ταιριαστά δώρα και με την ανεκτίμητη αίσθηση ότι μας καταλαβαίνουν και είναι δίπλα μας, με όποιο τρόπο είναι δυνατόν.

Θα μπορούσε η ιταλίδα συγγραφέας να αρκεστεί στην γεμάτη ιστορία και να περιοριστεί στα συναισθήματα και τις πράξεις των πρωταγωνιστών. Κι όμως, το ποιητικής μορφής κείμενό της δεν τσιγκουνεύεται λέξεις και ομοιοκαταληξίες, ενώ ενώ οι σελίδες ανοίγουν κάθε φορά σε μια πανδαισία χρωμάτων. Πέρα από την συγγραφή η Καμπέλο κάνει μαθήματα κεραμικής σε παιδιά με αναπηρία και οργανώνει δραστηριότητες για παιδιά και εφήβους.

Ηλικίες: 3-6

Εικονογράφηση: Αριάνα Τσίτσο. Εκδ. Ψυχογιός, 2023, σελ. 40, μετάφραση-απόδοση Δήμητρα Δότση [Giuditta Campello /Arianna Cicciò  – E autunno, Riccio, 2020].

Ιστοσελίδα της εικονογράφου εδώ.

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των ενηλίκων, εδώ.

Ingrid  Chabbert – Εγώ, ο Αριστοτέλης, μισώ τα βιβλία

Δυο μεγάλα μυστικά για την φιλαναγνωσία!

Η αγάπη στα βιβλία και η λατρεία της ανάγνωσης δεν επιβάλλονται αλλά ούτε και προτείνονται με τις συνήθεις απαρχαιωμένες προτροπές. Θα τολμούσα, μάλιστα, να πω ότι τα ίδια τα λόγια έρχονται δεύτερα σε σχέση με την δύναμη του ζωντανού παραδείγματος: πώς μπορούμε να θέλουμε το παιδί μας να διαβάζει, όταν δεν βλέπει ποτέ εμάς τους ίδιους να χαιρόμαστε ένα βιβλίο, όσος λίγος χρόνος και να υπάρχει, ο κόσμος να χαλάει; Πώς απαιτούμε από ένα βλαστάρι να φτιάξει την δική του βιβλιοθήκη όταν δεν βλέπει εμάς τους ίδιους να ταξινομούμε με ευλάβεια την δική μας; Κι όμως, ακόμα και το παραπάνω αξίωμα, μερικές φορές ατονεί και τότε δεν μένει παρά το επόμενο βήμα, η προσωπική δοκιμή εκείνου που αρνούμαστε. Για να δούμε…

Ιδού, λοιπόν, ο Αριστοτέλης, εμφανώς εκνευρισμένος, με μαλλιά ως «μουτζούρα», όπως μου ψιθυρίζει διακριτικά η Αυγή, για να μην την ακούσει και νευριάσει ακόμα περισσότερο, μας δηλώνει απερίφραστα οργισμένος με τα βιβλία. Δεν τα θέλει ως δώρα, εξοργίζεται όταν βλέπει την μητέρα του να διαβάζει παντού (από το λεωφορείο μέχρι και την μπανιέρα, αν είναι ποτέ δυνατόν!), τον πατέρα του να τελειώνει είκοσι τρία βιβλία το μήνα (ξανά αν είναι ποτέ δυνατόν!), την αδελφή του να επιμένει να διηγείται στους πάντες το μυθιστόρημα που διαβάζει κάθε φορά. Μήπως αγαπούν τα βιβλία περισσότερο και από τον ίδιο; Και τι αξία έχουν βιβλία χωρίς εικόνες στο εσωτερικό τους; Μήπως να ρίξει μερικές πέτρες με την σφεντόνα προς την βιβλιοθήκη;

Αυτός πάντως κρύβει τα ανεπιθύμητα βιβλία στην αποθήκη και αφιερώνεται στις αγαπημένες του συνήθειες: κυνήγι δράκων στην οθόνη, χάζεμα στην τηλεόραση. Όμως μια μέρα ανακαλύπτει ένα κουνέλι να διαβάζει τα βιβλία του, άνετα και ωραία. Απαράδεκτο! Φαίνεται πως το αίσθημα της ιδιοκτησίας είναι ισχυρό στα παιδιά και αναπόφευκτα ταράζει τον Αριστοτέλη που διαμαρτύρεται έντονα. Το κουνέλι πάντως τον μαλώνει ευγενικά: τα βιβλία δεν ανήκουν στις αποθήκες και στις αυλές, γιατί κινδυνεύουν να «χαλάσουν». Φυσικά ο Αριστοτέλης αμυνόμενος επιστρέφει στην αρχική του άρνηση και δηλώνει μίσος για τα βιβλία και αδιαφορία για την κατάληξή τους. Και αποχωρεί συγχυσμένος.

Μόνο που επιστρέφει για να ελέγξει το κουνέλι, που διαβάζει με πλήρη αφοσίωση το ένα βιβλίο μετά το άλλο· παρατηρεί πως η ανάγνωση τού προκαλεί άλλοτε γέλια και άλλοτε δάκρυα, βλέπει πως μπορεί και διαβάζει σε όλες τις στάσεις, μπρούμυτα, ανάσκελα, καθιστός, όρθιος. Και τότε φυτεύεται εντός του μεγάλη περιέργεια. Πως μπορεί αυτό το κουνέλι να χάνεται μέσα στα βιβλία και να μη βαριέται ποτέ; Θα δοκιμάσει κι αυτός ένα βιβλίο, κρυφά φυσικά. Και αδυνατεί να το σταματήσει γιατί ζει ανακαλύψεις, μάχες, ταξίδια και περιπέτειες. Επιστρέφει στην Αποθήκη – Βιβλιοθήκη, παίρνει το ένα βιβλίο μετά το άλλο και δεν διανοείται να φάει πρωινό αν δεν υπάρχει τουλάχιστον ένα βιβλίο στο τραπέζι. «Γιατί όποιος δοκιμάζει αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να σταματήσει!».

Η τελευταία αυτή φράση του Αριστοτέλη κρύβει το δεύτερο μεγάλο μυστικό της φιλαναγνωσίας. Από την μία πλευρά, ο μελλοντικός αναγνώστης θα ψυλλιαστεί την μαγεία του διαβάσματος βλέποντας άλλους ευτυχείς αναγνώστες. Από την άλλη, ακόμα και αυτό το παράδειγμα χρειάζεται μερικές φορές το κατάλληλο πρόσωπο: η απορροφημένη οικογένεια του Αριστοτέλη ίσως δεν μπήκε στον κόπο να του εξηγήσει τι χαρές κρύβονται ανάμεσα στις σελίδες, ενώ το περισσότερο «κοντινό» του πλάσμα, στην ηλικία, στην ζαβολιά ή σε κάποια άλλη απροσδιόριστη συγγένεια, του κίνησε την έντονη περιέργεια για δοκιμή. Και σε αυτή ακριβώς την δοκιμή βρίσκεται το δεύτερο σκέλος της φιλαναγνωστικής προτροπής: για κάθε άρνηση, αποφυγή ή απόρριψη, υπάρχει μια διακριτική, αναίμακτη αντιπρόταση: η απλή δοκιμή. Ας δοκιμάσουν οι μικροί αρνητές της ανάγνωσης να διαβάσουν ένα, δύο ή τρία βιβλία και μετά μπορεί κι αυτοί να αναφωνήσουν: όποιος δοκιμάζει αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να σταματήσει!

Η νοτιογαλλίδα συγγραφέας Ingrid  Chabbert που έχει ξεπεράσει τα … εκατό βιβλία και ο ισπανός εικονογράφος Raul Guridi υπογράφουν μια σπαρταριστή συνεργασία. Η συγγραφέας τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται και στα κόμικς, και βρήκε στον εικονογράφο πρόσφορο ταίρι για την ιστορία της, καθώς τα σκίτσα του έχουν ανάλογη τεχνική: ελάχιστες γραμμές αρκούν για να αποδώσουν τα πλείστα, ενώ όλες οι μορφές αναπνέουν στις μεγάλες σελίδες με το λιτό τους φόντο. Και φυσικά η μουρίτσα του Αριστοτέλη π.Α. και μ.Α. (προ αναγνώσεων και μετά αναγνώσεων) τα λέει όλα. Μόνο μη σας ξεφύγει, όπως μου υπενθυμίζει ξανά η Αυγή, ότι τα μαλλιά του μοιάζουν με μουτζούρα!

Εικονογράφηση: Raul Guridi. Εκδ. Πατάκης, 2018, σελ. 38, μτφ. Μαρία Παπαγιάννη [Moi, Albert, détestateur de livres, 2018]

Δημοσίευση και στο άλλο Πανδοχείο, εδώ.

Deborah Marcero – Σ’ ένα βάζο μέσα

Η ωραιότερη συλλογή του κόσμου

Ο Λουέλιν είναι ένας ιδιαίτερος κούνελος που έχει μια ωραία και σπάνια συνήθεια. Κουβαλάει παντού μαζί του ένα γυάλινο βάζο και τοποθετεί εκεί οτιδήποτε κρίνει πως αξίζει να βλέπει και να διατηρεί. Ένα φύλλο, ένα φτερό, ένα μανιτάρι. Καρποί, κοχύλια, λουλούδια, πετρούλες, όλα έχουν το βάζο τους. Τι γίνεται όμως με τα ζωάκια που θαυμάσαμε σε μια βόλτα μας; Δικαιούμαστε να αιχμαλωτίσουμε ένα έντομο, ένα σαλιγκάρι, μια κουκουβάγια; Ο Λουέλιν δεν θα το έκανε ποτέ, άρα πώς γίνεται να εμφανίζονται και αυτά στα βάζα του; Και, ακόμα, πώς είναι δυνατόν να αποθηκεύει στα δοχεία του το ίδιο το ουράνιο τόξο, τον ήχο της θάλασσας ή την μαγεία του χειμώνα; Πώς χωράει μέσα τους ένα  ολόκληρο ανοιξιάτικο λιβάδι με παπαρούνες;

Τότε διαπιστώνουμε ότι ο Λουέλιν δεν «αιχμαλωτίζει» αντικείμενα που άγγιξε αλλά οτιδήποτε είδε και θαύμασε και τώρα θέλει να κρατήσει ζωντανό στο μυαλό του. Φυλάσσει έναν κατακλυσμό φθινοπωρινών φύλλων κι όταν ανοίξει το καπάκι, αυτά γεμίζουν τον χώρο του· το σμήνος των πουλιών που γέμισαν τον ουρανό θα πετάξει και στο δωμάτιο. Είναι, λοιπόν, δυνατόν να συλλέγονται οι αναμνήσεις, να μπαίνουν σε κουτάκια ή βαζάκια και να είναι πρόσφορες σε κάθε ζήτηση; Φυσικά και είναι, το βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας!

Και είναι δυνατόν, μετά από όλα αυτά, να δει το βυσσινί χρώμα ενός ηλιοβασιλέματος και όχι μόνο να μην το αποθηκεύσει αλλά και να μη δώσει ένα από τα πρόσθετα βαζάκια του σε μια λαγουδίνα, την Έβελιν, που το θαυμάζει κι εκείνη; Μια φιλία γεννιέται αλλά και κοινές εξορμήσεις για περισυλλογή όλων των αξιοθαύμαστων που συμβαίνουν παντού. «Μάζευαν πράγματα που δεν θα φανταζόταν κανείς ότι χωράνε καν σε βάζο. Με κάποιον τρόπο όμως χωρούσαν». Χοροί στο χιόνι και κούπες με ζεστό ρόφημα, μισοφέγγαρα και έναστροι ουρανοί. Μια από τις εκδηλώσεις της φιλίας, το μοίρασμα μιας ιδέας και η μετάδοση μιας συνήθειας έχει ήδη συμβεί.

Η ιστορία προχωράει ένα βήμα παραπέρα: τι γίνεται όταν η καθημερινή επαφή των φίλων διακόπτεται για λόγους ανωτέρας βίας; Οι οικογένειες μετακομίζουν, μετοικούν, μεταναστεύουν και οι μικροί αποχωρίζονται. Η οικογένεια της Έβελιν αναχωρεί από την γειτονιά, Ένα βάζο του Λουέλιν θα μείνει άδειο γιατί μέσα του λάμπει δια της απουσίας της η χαρά. Τώρα, λοιπόν, η φιλία των δυο κουνελιών θα χαθεί; Όχι, θα συμβεί το ακριβώς αντίθετο γιατί όχι μόνο θα συνεχιστεί η συνήθεια αλλά θα αποτελέσει το ομορφότερο μέσο επικοινωνίας: με την … ταχυδρομική ανταλλαγή βάζων οι εμπειρίες γίνονται αντικείμενο μοιράσματος και επικοινωνίας όσο μακρινή κι αν είναι η μεταξύ τους απόσταση.

Με τον τρόπο αυτό ο ένας «βλέπει» και «αισθάνεται» την καθημερινότητα του άλλου. Αυτά που δεν μπορούν να διηγηθούν ζωντανά, μπορούν να τα ανταλλάξουν με τον τρόπο που ξέρουν, καθώς τα πάντα χωράνε στα βαζάκια, και όχι μόνο τα στοιχεία της φύσης αλλά και της πόλης: τα πολύχρωμα φώτα της, οι ήχοι της, οι αμέτρητοι άνθρωποί της. Και η ιστορία θα παραμείνει ανοιχτή: ένας νέος ανυποψίαστος κούνελος, ο Μάξ, βρίσκεται στο δάσος φίλος, ο Λουέλιν έχει πάντα ένα περίσσιο βάζο μαζί του και η αλυσίδα της φιλίας και των συλλογών συνεχίζεται.

Ακόμα κι αν γνωρίζαμε ή υποψιαζόμασταν τα πολύτιμα δώρα του Λουέλιν, τώρα που τα μοιράζεται με τους αναγνώστες του τα βλέπουμε καθαρά και ανάγλυφα: μας προτρέπει να ζούμε στο παρόν, να μην προσπερνάμε στις ωραίες μας στιγμές, αλλά να επιστρέφουμε σε αυτές, να τις ξαναχαζεύουμε και να τις συλλογιζόμαστε. Να μην αγνοούμε τα «αυτονόητα» του φυσικού κόσμου, όποια κι αν είναι αυτά, από το χρώμα ενός ηλιοβασιλέματος ή ενός λουλουδιού, τον ήχο ενός πουλιού, την λάμψη ενός αστεριού. Να γινόμαστε κι εμείς συλλέκτες αγαθών, όχι των υλικών αλλά όλων όσων φιλοξενούνται στη μνήμη μας. Και να κρατάμε τους δεσμούς της φιλίας με ανάλογα μοιράσματα, ακόμα κι αν η ζωή μας χωρίζει σε διαφορετικούς τόπους.

Από την βορειότερη άκρη των Ηνωμένων Πολιτειών η Μαρσέρο, με ανήσυχες σπουδές στην Ζωγραφική, την Χαρακτική, την Φωτογραφία και την Ποίηση, και με επαγγελματική δοκιμασία ως Δασκάλα, δεν γράφει μόνο όλα τα παραπάνω αλλά και τα εικονογραφεί με χρώματα που τους προσδίδουν μια εντύπωση ονειρική, σα να ζωγραφίζονται συναισθήματα και μνήμες. Είναι, τέλος, ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε πολλά κάδρα επιλέγει να φτιάξει τους αξιαγάπητους κούνελους σε μικρό μέγεθος μέσα σε μεγάλο φόντο, ακριβώς, υποθέτω, για να αποδώσει όλο το θαύμα που βρίσκεται γύρω μας αλλά δεν το βλέπουμε.

Ηλικίες: 3+

Εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 40, μτφ. Μάρω Ταυρή [In a jar, 2020].

Ιστοσελίδα της συγγραφέως και εικονογράφου εδώ.

Δημοσίευση και στο άλλο Πανδοχείο, εδώ.

Σημείωση: Εννοείται ότι οι δυο εικόνες με το κείμενο στα αγγλικά είναι από την αντίστοιχη έκδοση.

Μαρία Γιαγιάννου – Οικογένεια δωματίου

Τα δωμάτια που μοιραζόμαστε 

Άδειο σπίτι, σκοτεινό, άρα μαύρο – η πόρτα ανοίγει και εισβάλλουν του κόσμου τα χρώματα. Μια οικογένεια μπαίνει με αμηχανία αλλά και αδημονία. Δυο γονείς κι ένα κορίτσι, δυο αγόρια και μια γιαγιά με ένα καλαθάκι, από το οποίο σύντομα θα ξεμυτίσει μια μαύρη γάτα, η Σουμάδα. Αμέσως μπαίνουμε στη θέση τους, ειδικά όλοι εμείς που έχουμε ζήσει μετακομίσεις και μετακομίσεις και ξέρουμε καλά ότι η είσοδος σε κάθε νέο σπίτι σβήνει κάθε εξάντληση και αρχίζει η χαρά της τακτοποίησης. Πώς όμως αυτή η οικογένεια να απολαύσει την διαδικασία όταν οι βαλίτσες και οι κούτες θα φτάσουν την επόμενη ημέρα; Μπορεί κανείς να τη βγάλει σ’ ένα δωμάτιο άδειο, χωρίς αντικείμενα – και ειδικά μπορούν τα παιδιά να περάσουν την ώρα τους χωρίς βιβλία, παιχνίδια και οθόνες; Η πρώτη αμηχανία θα γεμίσει με μερικούς ήχους που ακούγονται μέχρι εδώ: το άναμμα του τζακιού (πάλι καλά που υπάρχει, μ’ ένα χαλί μπροστά του), το βράσιμο του χαμομηλιού, το ψήσιμο του ποπ κορν. Η μικρή τριάδα θα επιδοθεί στις γνωστές σωματικές ασκήσεις: τούμπες και κωλοτούμπες, κατακόρυφα και χορευτικά. Για πόσο όμως, και μάλιστα χωρίς μουσική; Δεν υπάρχει κανένα υλικό αγαθό, κι όταν δεν έχουμε πράγματα δεν έχουμε τίποτα!

Τίποτα; Μα έχουμε πάντα τον λόγο και το νου, τις λέξεις και τις σκέψεις. Και όταν αυτά αναμειχθούν με την φαντασία, που εμείς οι μεγάλοι μπορούμε να ενεργοποιήσουμε στο μέγιστο βαθμό, τα δε παιδιά στον υπερμέγιστο, τότε συμβαίνει το αδιανόητο, το θεαματικό, το φαντασμαγορικό: το σπίτι γεμίζει, αλλά όχι με τον συνήθη τρόπο παρά με τον δικό μας, τον εντελώς προσωπικό του καθενός. Αρχίζει λοιπόν το παιχνίδι από την μητέρα: με ποιο τρόπο θα γεμίζατε τα δωμάτια; Η μικρή Λήδα προτείνει μπαλόνια αλλά όχι όποια κι όποια: θα είναι μπαλόνια που θα σε παίρνουν ψηλά, θα σε βολτάρουν σε όλες τις γωνιές, κάποτε θα μεταμορφώνονται σε ιπτάμενα ζωάκια. Ο μικρός Ιάσωνας προκρίνει το υγρό στοιχείο και τι στοιχείο! Μια θάλασσα ρευστής σοκολάτας όπου μέσα της κυκλοφορούν γευστικά φρούτα, συνεπώς πρόσφορη σε πειρατές που θα την ρουφούν με το καλαμάκι και θα ψαρεύουν μάνγκο, φράουλες και μπανάνες.

Η κάπως αναποφάσιστη μαμά προτείνει ένα κατακλυσμό από καναρίνια, για μέγιστη μουσική χορωδία, αλλά σκεφτόμενη πάντα και τους άλλους υπαναχωρεί, καθώς μάλλον οι υπόλοιποι θα αναζητήσουν στα άλλα δωμάτια λίγη ησυχία. Ο μπαμπάς μού θυμίζει ένα προσωπικό παιδικό φαντασίωμα διαρκείας δεκαετιών: το ταβάνι ως δάπεδο, το δάπεδο ως ταβάνι, κοινώς όλα ανάποδα κι εμείς φυσικά ελεύθερα ανεβοκατεβαίνουμε τους τοίχους. Ο πρώτος μικρός κύριος, ο Κίμωνας, συλλαμβάνει ένα δωμάτιο γεμάτο μακαρόνια, αλλά δεν μένει στην γαστριμαργική του ιδιότητα παρά επεκτείνεται και στην πολεοδομική: εκλεκτές γεύσεις σχεδιάζουν μια ολόκληρη πόλη, όπου οι πλατείες θα είναι πίτσες, οι λεωφόροι ταλιατέλες και οι ουρανοξύστες μπουκάλια με βυσσινάδα. Και πώς μπορεί να λείπουν τα πανταχού παρόντα στην παιδική ιστοριογραφία τερατάκια;

Ο δεύτερος μικρός κύριος, ο Ιάσωνας δεν επιλέγει απλώς πολλούς ανάλογους συγκατοίκους αλλά και μια ιδιαίτερη συνομοταξία, την οποία και υπόσχεται να ζωγραφίσει σε εύθετο χρόνο. Η γιαγιά θα αρκούνταν σ’ ένα άδειο δωμάτιο εντελώς γεμάτο. Μπορείτε να φανταστείτε πως θα το κατάφερνε; Κι αν νομίζει κανείς πως η γάτα η Σουμάδα (και οποιαδήποτε γάτα, το υπογράφω) δεν αντιλαμβάνεται τις δικές μας συνομιλίες κάνει λάθος· τα επακόλουθα νιαουρίσματά της εκφράζουν τις δικές της επιθυμίες και μεταφράζονται εδώ στα ανθρώπινα.

Το βιβλίο θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, οι αποσκευές να καταφτάσουν και όλοι να έχουν χαρεί που τελικά η ώρα πέρασε ξέχειλη με ιδέες και φαντασία. Αμ δε! Το παιχνίδι των ιδεών είναι ατελεύτητο: ας πούμε, λοιπόν, ότι τα φτιάχνουμε όλα αυτά τα δωμάτια – πού θα τα βάζουμε; Βροχή οι νέες προτάσεις και η επαρκής αιτιολόγησή τους: σε πλοίο που ταξιδεύει, σε ουρανοξύστη που ξύνει το φεγγάρι, στο μουσείο της ανθρώπινης φαντασίας, στις τσέπες ενός γίγαντα, στα ξενοδοχεία που δέχονται φίλους και ορθώς θα μετονομάζονται σε φιλοδοχεία, στο ράφι μιας βιβλιοθήκης;

Και, τελικά, η μαμά τι έχει να προτείνει; Αρχικά την διακόπτουν, μετά η ίδια διακόπτει τον εαυτό της χωρίς όμως να παύει να ονειρεύεται ένα δικό της δωμάτιο (κι εδώ όποιος αντιλαμβάνεται την πάσα, μπορεί να τολμήσει μια πρώτη αναφορά σε μια σημαντική συγγραφέα που κατοχύρωσε οριστικά τη φράση) και στο τέλος προτείνει το πλέον αναπάντεχο μα τελικά τόσο αυτονόητο: κάτι που τα περιλαμβάνει όλα με τον πιο απλό και αγαπησιάρικο τρόπο. Ποιος μπορεί να μαντέψει;

Τι να πει κανείς για τις πτυχές ενός τέτοιου βιβλίου; Καταρχήν το ίδιο το θέμα της προσωπικής κατασκευής ενός κατά πλήρη προσωπική βούληση δωματίου προκαλεί ερεθιστική συζήτηση για μεγάλους, μεσαίους και μικρούς και δεν εξαντλείται ποτέ. Η σύλληψη, έπειτα, των διαφόρων προτάσεων ανοίγει τόσο πολύ την βεντάλια της φαντασίας και των χρωμάτων που αισθάνεται κανείς πως η ποικιλία των απαντήσεων θα ήταν ατελείωτη. Ύστερα η ζεστή και ισότιμη συνομιλία μέσα στην οικογένεια κάνει θαύματα κι ένα από αυτά είναι η πλούσια γέμιση του κοινού χρόνου. Αλλά σκέφτομαι και κάτι άλλο: πόσο σπάνια βάζουμε την δική μας προσωπικότητα σ’ ένα δωμάτιο και πόσο συχνά υπερτερούν άλλοι κανόνες; Κι αν ορισμένες ιδέες μοιάζουν απραγματοποίητες, υπάρχουν πολλαπλάσιες που μπορούν πράγματι να καταστήσουν έναν χώρο εμφανέστατα δικό μας!

Η εικονογράφηση της Ίριδος Σαμαρτζή είναι γεμάτη χρώματα, φιγούρες ιδιαίτερης πένας και ζωγραφισμένες φωταψίες, και σχεδόν δεν αντιλαμβάνεται κανείς ότι κάθε δισέλιδο δείχνει ακριβώς το ίδιο σημείο από την ίδια οπτική γωνία, μα και τόσο διαφορετικό, έτσι όπως έχει διπλά βουτηχτεί στην παλέτα της και στην παιδική φαντασία.

Κατά τα άλλα, οι προτάσεις για την πλήρωση των δωματίων του δικού μας σπιτιού από τις δεσποινίδες μου, που θεωρούν εαυτές επίλεκτες συγγενείς της Οικογένειας  Δωματίου, περιλαμβάνουν: κούνιες που κρέμονται από το ταβάνι, τσουλήθρες στη γωνία, ένα δέντρο για σκαρφάλωμα, μια μικρή λίμνη με νούφαρα, ένα τούνελ προς τα άλλα δωμάτια, κουκέτες για μονόκερους, μια ξύλινη σκάλα που θα οδηγεί σε κρυψώνα στο ταβάνι, ειδική βρύση για σοκολατένιο γάλα αμυγδάλου, ντουλάπι ελεύθερης πρόσβασης με λιχουδιές αλλά και μια πρόταση αλλαγής: να φύγουν τα βιβλία των «μεγάλων» και να μείνουν μόνο τα δικά τους! Αυτό το τελευταίο, μετά τις διαρκώς συνεχιζόμενες αναγνώσεις, έρχεται διαρκώς στο προσκήνιο και πλέον το απαιτούν επιτακτικά. Μας κάψατε κυρία Γιαγιάννου!

Εκδ. Ψυχογιός, 2023, σ. 47. Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των μεγάλων, εδώ.

Suzanne Lang – Τέλεια μέρα για νεύρα

Συναισθήματα ελεύθερα, θυμός αποδεκτός!

Ο έξοχα σχεδιασμένος νευριασμένος χιμπατζής του εξωφύλλου αποτελεί πλέον μέλος της οικογένειας. Στις εύθυμες στιγμές μας γίνεται μάσκα, μασκότ και μασκαράς αλλά σε όλες τις υπόλοιπες αποτελεί ένα απολύτως κατανοητό ζωάκι που το λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη γιατί έχει διάφορα να μας μάθει. Γιατί εδώ ο Τζιμ με το όνομα, δεν έρχεται μόνο να μας προτείνει τι γίνεται όταν είμαστε εμείς εκνευρισμένοι και πώς να διαχειριστούμε τον θυμό μας αλλά και τι να κάνουμε όταν οι άλλοι βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση.

Ας πούμε, λοιπόν, πως ξυπνάμε ένα πρωί και ο καιρός είναι μια χαρά αλλά εμείς όχι. Δεν γνωρίζουμε το πώς και το γιατί, το μόνο για το οποίο είμαστε σίγουροι είναι ότι έχουμε νεύρα και τίποτα δεν μας αρέσει. Οι μπανάνες είναι πολύ γλυκές, ο ήλιος πολύ φωτεινός, η θάλασσα περισσότερο μπλε απ’ όσο πρέπει. Ο γορίλλας Νόρμαν, καλός του φίλος και γείτονας στο από πάνω κλαδί, αναλαμβάνει να τον ηρεμήσει ή έστω να συζητήσουν να δει τι γίνεται. Αδυνατεί να καταλάβει πώς είναι δυνατόν μια τόσο έκτακτη μέρα να μην κάνει κάποιον χαρούμενο. To ίδιο επιχειρούν με την σειρά τους όλοι οι σύμβιοι της ζούγκλας: το μαραμπού, ο λεμούριος, το φίδι, τα πουλιά. Το καθένα έχει και την δική του πρόταση – προτροπή: μη σουφρώνεις τα φρύδια, μην είσαι κατσούφης, ίσιωσε την πλάτη σου, δοκίμασε να τραγουδήσεις, έλα να κάνουμε κούνια.

Οι προθέσεις τους είναι καλές, οι προτάσεις τους ποικίλες: οι ζέβρες του προτείνουν να κυλιστούν μαζί στο χώμα, το λιοντάρι να ξαπλώσει, τα παγώνια να βολτάρουν όλοι μαζί καμαρωτά, ο ελέφαντας να χτυπήσει τα πόδια του δυνατά στο έδαφος, ο ιπποπόταμος να κάνει ένα μπάνιο, η βίδρα να πλατσουρίσουν, η ύαινα να γελάσουν δυνατά, ο κροκόδειλος να πάρει ένα υπνάκο, η αρκούδα να δοκιμάσει λίγο μέλι, ο βάτραχος να χοροπηδήσουν, ο σκαντζόχοιρος να χορέψουν. Και όλοι επιμένουν πως έχει νεύρα, άρα πρέπει να τα ηρεμήσει. Ο Τζιμ τους κοιτάζει έκπληκτος, απορημένος – τι κάνει λάθος;

Μήπως όμως άθελά τους γίνονται πιεστικοί; Πόσες προτάσεις μπορεί να αντέξει κανείς; Γίνεται τα νεύρα να φύγουν από την μια στιγμή στην άλλη; Γιατί συνεχίζουν να του υποδεικνύουν πώς να νοιώσει και πώς να φερθεί; Είμαστε όλοι υποχρεωμένοι όταν έχει καλό καιρό να χαμογελάμε; Ο Τζιμ δεν αντέχει άλλο την επιμονή των φίλων του και αρχίζει να βράζει. Καπνοί βγαίνουν από το κεφαλάκι του, η έκφρασή του τα λέει όλα, το κόκκινο χρώμα του θυμού γίνεται το απόλυτο φόντο του, το ξέσπασμά του είναι εκρηκτικό. Φτάνει στο απροχώρητο και … προχωρά να φύγει, να μείνει μόνος του, αφήνοντας τα ζώα έκπληκτα. Θα αναζητήσει μόνος του την εκτόνωση των νεύρων και την ηρεμία, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποδεχτεί ότι πράγματι έχει νεύρα.

Όμως, μήπως αυτό έπρεπε να έχει γίνει από την αρχή; Αυτό είναι που έχει σημασία, η αναγνώριση και η αποδοχή ενός συναισθήματός και όχι η κατάπνιξή του. Κάθε συναίσθημα πρέπει να κάνει τον κύκλο του και να ολοκληρωθεί, όχι να διακοπεί. Οι φίλοι του ήταν όλοι καλοπροαίρετοι και η έγνοιά τους ήταν πραγματική συγκινητική. Δεν τον αγνόησαν, μόνο θέλησαν να τον «βοηθήσουν» και μάλιστα με πολλές ιδεών γεμάτες με διασκέδαση, χαλάρωση, συμμετοχή. Αλλά δεν γνώριζαν ότι δεν μπορείς να εκβιάσεις ένα χαμόγελο, να επιβάλεις ένα παιχνίδι, να ορίσεις μια χαρούμενη έκφραση. Όλα αυτά είναι πολύτιμα, αλλά πάνω απ’ όλα τα νεύρα και όλα τα συναισθήματα δεν πρέπει να καταπιεστούν και να θαφτούν, μόνο να γίνουν δεκτά και να ξεθυμάνουν.

Όπως, λοιπόν, υπάρχουν ημέρες γεμάτες χαρά, ευφορία ή υπερηφάνεια, θα υπάρχουν και μέρες με λύπη, φόβο ή … νεύρα! Και τότε, θα έχουμε κάθε δικαίωμα να τα καλωσορίζουμε, να τα γνωρίζουμε, να τα αφήνουμε να ξεσπάσουν, προστατεύοντας φυσικά πάντα τον εαυτό μας και τους άλλους, να ζητάμε να αποσυρθούμε και να μείνουμε λίγο μόνοι μας και να μην υποχρεωνόμαστε να τα ξεχάσουμε και να τα διώξουμε άμεσα. Τότε τα νεύρα θα πάρουν τον χρόνο τους και αργά ή γρήγορα θα καταλαγιάσουν. Όσο για τους φίλους μας, θα τους εξηγήσουμε και θα μας καταλάβουν, όπως εδώ ο Νόρμαν, ο καλός φίλος του Τζιμ, που τελικά έχει κι αυτός ένα δυσάρεστο συναίσθημα εξαιτίας ενός ατυχήματος, όταν χόρεψε με τον σκαντζόχοιρο. Οι δυο φίλοι τώρα μπορούν να καθίσουν δίπλα δίπλα, να καταλάβουν ο ένας τον άλλο, να σιωπήσουν. Γιατί, τελικά, η εκτόνωση ενός «αρνητικού» συναισθήματος, μπορεί να γίνει με παρέα, εφόσον συμφωνούν και οι δυο!

Ο εικονογράφος Max Lang σχεδιάζει κωμικές ζωικές μορφές, επιλέγοντας γήινα χρώματα, και καταφέρνει να δώσει πολύτιμη ελαφρότητα σε μια ιστορία που δεν έχει χαμόγελα αλλά, χάρη και στην πένα του, οδηγεί σε αυτά.

Εικονογράφηση Max Lang. Εκδ. Παπαδόπουλος, 2020, σελ. 40, μτφ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης [Grumpy Monkey, 2018]

Ηλικίες: 3+ αλλά και πάλι η δίχρονη αναγνώστρια του Πανδοχείου λατρεύει (και μιμείται) τον Τζιμ.

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των ενηλίκων, εδώ.

Φλάβια Ζ. Ντράγκο – Γκουστάβο, το ντροπαλό φαντασματάκι

Από αόρατος, αξιοθέατος!

Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε, αλλά οι δυο οικοδέσποινες του Πανδοχείου των Παιδιών σκεπάζονται με σεντόνια, πετσέτες και πάσης φύσεως υφάσματα και μετατρέπονται σε φαντασματάκια, βγάζοντας μάλιστα και διαπεραστικότατες φωνές. Απορώ μάλιστα πώς μπορούν και περπατάνε χωρίς να σωριάζονται την στιγμή που ορισμένα σκεπάσματα είναι ιδιαιτέρως αδιαπέραστα. Και αναρωτιέμαι από πού να έμαθαν να ασκούν την επιστήμη της Φαντασματικής, καθώς δεν συμπεριλαμβανόταν στους θεατρικούς μας ρόλους, δεν την είδαν σε κανένα βιβλίο, ούτε την θυμάμαι σε κάποιο κινούμενο σχέδιο. Αλήθεια! Ποιος ξέρει λοιπόν, ίσως τελικά κάποιο φαντασματάκι να έρχεται κάθε τόσο να μας επισκέπτεται ή να επικοινώνησε μαζί τους με κάποια από τις γλώσσες που μόνο τα παιδιά καταλαβαίνουν.

Έτσι όταν ένα άλλο μικρό φάντασμα εμφανίστηκε ως υποψήφιο μουσαφιράκι για την βιβλιοθήκη και τους υπόλοιπους χώρους του Πανδοχείου επιλέχτηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τις οικοδέσποινές του. Και το όνομα αυτού: Γκουστάβο! Αξιαγάπητος συνδυασμός: η λευκότητα της ιδιότητάς του, η μικρότητα της μορφής του, η κοκκινάδα της αμηχανίας του. Μοναχοπαίδι ενός ευτραφούς πατρικού φαντάσματος και μιας μαμάς με ωραιότατο κρανίο και φούξια φουστάνια. Η πρώτη εικόνα της οικογένειας είναι αντιπροσωπευτική: ο Γκουστάβο περνάει ανάμεσα από τοίχους και σηκώνει διάφορα αντικείμενα στον αέρα, αιφνιδιάζοντας για άλλη μια φορά την μητέρα που βλέπει τον καφέ της να αιωρείται στο δωμάτιο.

Αλλά ο χαριτωμένος πρωταγωνιστής έχει ένα βασικό πρόβλημα: αδυνατεί ακριβώς να γίνει … πρωταγωνιστής ή έστω συμπαίκτης μιας μεγάλης συντροφιάς. Είναι υπέρ του δέοντος ντροπαλός και δεν μπορεί να συμμετάσχει στα παιχνίδια με τα άλλα τερατάκια, τα ονόματα των οποίων παραθέτω όπως ο ίδιος τα βάφτισα: χαριτωμένες νεκροκεφαλίτσες (μια με καπέλο καρυδότσουφλο, μια με γυμνό καύκαλο, μια με σγουρή περμανάντ) γατοκέφαλους και γατοκέφαλες, μια μικρή μάγισσα, μια γελαστή μορφή βατραχί αποχρώσεων, ένας μικρός γίγαντας εξίσου εύθυμος, ένας κολοκυθοκέφαλος αυτονόητα πορτοκαλής, ένα αδιευκρίνιστο ζωάκι και η κρυφή αγάπη του Γκουστάβο, η Άλμα, ένα κορίτσι χωρίς εμφανές πρόσωπο, μόνο με δυο γυαλάκια κι ένα στόμα.

Πώς συνέλαβε η Φλάβια Ντράγκο την ιδέα της δημιουργίας ενός τέτοιου χαρακτήρα; Όπως διαβάζω σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξή της (από εδώ), σε μια παλαιότερη διαδικτυακή συνομιλία είχε γράψει χαριτολογώντας ότι ο λόγος που τα φαντάσματα φοράνε σεντόνια είναι ότι είναι ντροπαλά. Φυσικά σύντομα αντιλήφθηκε την σοβαρότητα και την ισχύ της δήλωσής της. Ύστερα θυμήθηκε τον εαυτό της ως παιδί και την ύστερη βεβαιότητά της ότι το να είναι κανείς ντροπαλός δεν σημαίνει πως δεν επιθυμεί και δεν απολαμβάνει την παρέα των άλλων, αλλά ότι του φαίνεται δύσκολο να τους πλησιάσει.

Έτσι και ο Γκουστάβο: ντρέπεται που ντρέπεται να τους μιλήσει, αλλά και όταν τολμά να τους πλησιάσει δεν τον βλέπουν, όσες ευφυείς ιδέες κι αν έχει: τι κι αν γίνει λευκό μπαλόνι δίπλα στα μπαλόνια της Άλμας, ιστιοσανίδα στη θάλασσα, σεντόνι σε απλωμένη μπουγάδα, τίποτα! Αόρατος… Σε μία από τις ωραιότερες εικόνες του βιβλίου στέκεται πίσω από κάτι κάγκελα και χαζεύει την παρέα να χαίρεται το παιχνίδι τους. Τότε συλλαμβάνει την ιδέα να μοιραστεί μαζί τους αυτό που του αρέσει να κάνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: να τους παίξει βιολί. Έτσι τους στέλνει μια πρόκληση για ένα κονσέρτο στο νεκροταφείο, το βράδυ της ημέρας των νεκρών. Οι μέρες περνούν με αγωνία, οι γονείς του ετοιμάζονται να τον φωτογραφήσουν λίγο πριν την αναχώρησή του, η μεγάλη στιγμή φτάνει.

Αλλά προς μεγάλη του απογοήτευση, εκεί δεν βρίσκεται κανείς. Δεν μένει παρά να παίξει μόνος του το αγαπημένο όργανο. Και τότε γίνεται το φυσιολογικό θαύμα: καθώς μπορεί να λάμπει όποτε είναι χαρούμενος, αμέσως διακρίνεται από πολύ μακριά, ενώ την ίδια στιγμή η μουσική του φτάνει παντού. Έτσι καταφτάνουν όλα τα «τερατάκια», που τον έψαχναν εδώ κι εκεί και η συναυλία πραγματοποιείται με μεγάλη επιτυχία. Έκτοτε ο Γκουστάβο αποτελεί μέλος της παρέας, παρά τις όποιες κατά καιρούς δυσκολίες προκαλεί το γεγονός ότι παραμένει άφαντος και αφανής. Δεν πειράζει, και πάλι θα μετατραπεί σε ομπρέλα όταν βρέχει και σε χιονάνθρωπο όταν χιονίζει, και το χαμόγελό του θα αποδεικνύει πως έκανε το καλύτερο που μπορούσε και όλα πήγαν καλά.

Η Μεξικανή συγγραφέας και εικονογράφος, εξειδικευμένη πλέον σε ιστορίες και ζωγραφιές πλασμάτων από όλη την ιδιαίτερη μυθολογία των φαντασμάτων, των τεράτων και των αλλόκοτων πλασμάτων, μας εισάγει σε έναν κόσμο συγκεκριμένων έντονων χρωμάτων (κυρίως πορτοκαλί, φούξια, καφέ και γκρίζο) που αποδίδουν πλήρως αυτόν τον «μεταιχμιακό» κόσμο των αξιαγάπητων χαρακτήρων, οι οποίοι θα πρωταγωνιστήσουν με την σειρά τους σε άλλα βιβλία – ορισμένοι το έκαναν ήδη. Και ο Γκουστάβο της γίνεται ο ιδανικός ήρωας για μια ιστορία που εξιστορεί και ζωγραφίζει την μοναξιά, την αμηχανία, την ντροπή, την επιθυμία για φίλους, την τόλμη, την κοινωνικότητα, την συντροφιά, το θάρρος και το να είσαι πάντα ο εαυτός σου.

Ηλικίες: 4+, αλλά και εδώ η δίχρονη του κάστρου μας βρίσκεται στο στοιχείο της.

Εκδ. Ψυχογιός, 2023, σ. 40, μτφ. Πετρούλα Γαβριηλίδου [Flavia Z. Drago – Gustavo, the shy ghost, 2020]

Στην τελευταία εικόνα, αυτοπροσωπογραφία της συγγραφέως.

Ενημέρωση και στο άλλο Πανδοχείο, εδώ.

 

Jory John & Benji Davies – Εντάξει, λέμε!

Αταίριαστοι και όμως ταιριαστοί

Η φωτεινή (σχεδόν κάτασπρη) μέρα από το πρωί (εντάξει, από την αρχή) φαίνεται: ξέρουμε καλά ότι οι ήρωες που μας έρχονται δυο δυο, δίδυμο σε αγαστή συντροφιά, δεσμευμένοι με αμοιβαία αγάπη και ενίοτε άλλη τόση εξίσου αμοιβαία ταλαιπωρία, συχνά αποτελούν χαρακτήρες ιδιαίτερης ευθυμίας. Από τα δίδυμα της αξέχαστης μαυρόασπρης βωβής κωμωδίας (ποιος σταμάτησε ποτέ να βλέπει Laurel και Hardy;) μέχρι τις ακόμα λαμπρότερες μαυρόασπρες ελληνικές ταινίες και μερικές έγχρωμες αμερικάνικες (κι έχω τουλάχιστο ένα τρίμηνο να δω Jack Lemmon και Walter Matthau), μια σειρά από αξέχαστα ζεύγη χαρακτήρων συνυπάρχουν σε πλήρη αντιστικτική αντίθεση και προς μεγάλη μας ευφορία.

Ιδού λοιπόν το νέο ντούο της πλήρους διαφοράς: ο μικρόσωμος λευκός πάπιος και ο τεράστιος καφέ αρκούδος, ο αεικίνητος και ο χαλαρός, ο έξω καρδιά και ο μέσα διάθεση, ο απαιτητικός και ο υποχωρητικός. Είναι, βέβαια γείτονες «παλιόφιλοι» που αυτή τη φορά καλούνται να ζήσουν μαζί μια χιονισμένη μέρα. Όταν ο πάπιος, λοιπόν,  ξυπνάει ένα πρωί και αφού τηρήσει την καταγεγραμμένη του τελετουργία (στην οποία περίοπτη θέση έχει κι ένας εμψυχωτικός μονόλογος) αντικρίζει τα πάντα βυθισμένα στη λευκότητα του χιονιού, δεν μπορεί να μη σπεύσει να ενημερώσει τον φίλο του. Τι φυσικότερο από το να ανοίξει το πλησιέστερο ισόγειο παράθυρο, μέσα από το οποίο ο αρκούδος παίρνει το μπάνιο του και δεν έχει καμία διάθεση να βγει να παγώσει;

Είπαμε όμως πως ο πάπιος είναι επίμονος και αφού πρώτα κλείσει το μάτι στους πιο παρατηρητικούς, τον σέρνει έξω προτού καν στεγνώσει και του προτείνει μια σειρά δραστηριοτήτων, ενώ η μόνιμη αντίδραση του αρκούδου είναι ένα βαριεστημένο όχι ή μια ανόρεχτη συμμετοχή. Και όταν ο πάπιος επιχειρεί μονομερή χιονοπόλεμο, τα γεγονότα εξελίσσονται με ραγδαία ταχύτητα. Το κρύωμα και το φτάρνισμα του αρκούδου οδηγεί στο τράνταγμα της στέγης και το καταπλάκωμά του από το χιόνι. Τέρμα, ώρα για επιστροφή, κι ας απολογείται ο πάπιος πως ήθελε απλά να ζήσει τη μαγεία του χειμώνα με τον φίλο του.

Επιτέλους στο σπίτι λοιπόν ο αρκούδος. Μόνος του; Όχι βέβαια. Ο πάπιος θέλει να τον φροντίσει και δεν θέλει αντιρρήσεις. Τον τυλίγει με κουβέρτες (παντού εκτός από τα μάτια), του μαγειρεύει σούπα (μέσα από την κατσαρόλα), του βάζει κρύα κομπρέσα (αλλά και ζεστή), του διηγείται ιστορία από την παιδική του ηλικία (όταν ήταν ένα αυγό με πόδια), του φρυγανίζει ψωμί (που βγαίνει κάπως καμένο), του βάζει θερμόμετρο (ελαφρώς άγαρμπα), του διαβάζει από ένα περιοδικό (από Τα νέα της λίμνης!), τον ταΐζει – και ο αρκούδος δεν αντέχει, ξεσπάει, φωνάζει, τον διώχνει. Εξάντλησε όλη την ψυχραιμία του, έγινε τόσες φορές σαφής, τι παραπάνω να κάνει;

Με σκυμμένο το κεφάλι ο πάπιος αποχωρεί αλλά έχει ήδη κι αυτός αρρωστήσει – και ποιος θα τον φροντίσει τώρα; Δεν τολμάει φυσικά να πάει απέναντι οπότε ανεβαίνει στη στέγη για να γράψει στα χιονισμένα κεραμίδια μια παράκληση προς τον αρκούδο. Μετά γκρεμοτσακίζεται αλλά όλα τα έχει δει ο γείτονάς του. Κι έτσι όταν ο πάπιος, σωριασμένος στην πολυθρόνα, ακούει θόρυβο στην κουζίνα ξέρει καλά ότι ο αρκούδος έχει έρθει και μπορεί να του δώσει του κόσμου τις παραγγελίες. Στην τελευταία εικόνα ο αρκούδος, απρόθυμος και κουρασμένος όπως πάντα, έχει βάλει την ποδιά του και αποδέχεται πως είναι «σειρά» του να τον φροντίσει.

Μπορούν λοιπόν τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες να συνυπάρξουν! Μπορεί κανείς όταν υπάρχει αγάπη, ή, έστω, και απλή γειτονία, να μοιραστεί αισθήσεις, να δοκιμάσει παιχνίδια, να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο. Είναι διαφορετικό όταν βιώνεις από κοινού μια εμπειρία. Κι όταν ένας από τους δυο ασθενήσει, τότε ο άλλος μπορεί να τον διασκεδάσει με πλείστους τρόπους και να τον ανακουφίσει, αλλά και το αντίστροφο, στον αέναο κύκλο της ζωής.

Ο Jory John στην συνεργασία του με τον εικονογράφο Benji Davis σκέφτηκε μια σειρά συνύπαρξης των δυο κυρίων στις τέσσερις εποχές του χρόνου. Κι έτσι δεν θα τους χάσουμε, αφού στις καλοκαιρινές τους σελίδες ο πάπιος δεν θα μπορεί να κοιμηθεί, στην ανοιξιάτικη θα πρέπει να συνδυαστούν οι επιθυμίες τους για ένα ωραίο πρωινό και στο φθινόπωρο θα μοιραστούν μια εξόρμηση στην φύση. Οι χαρακτήρες σχεδιάζονται με σπαρταριστό τρόπο, με ανάγλυφη την χαώδη διαφορά τους: εδώ ο ενεργητικός κι εκεί ο πιο κουλ, εδώ ο συντροφικός και παραπέρα ο πιο αυτάρκης. Μπορεί η λευκότητα του χιονιού να κυριαρχεί στο φόντο, αλλά όταν εστιάζονται τα σπίτια τότε τα χρώματα εκρήγνυνται: κατακίτρινο οι εσωτερικοί τοίχοι του πάπιου, πορτοκαλί οι εξωτερικοί, μπλε και κόκκινοι εκείνοι του αρκούδου.

Ηλικίες: 3+ αλλά η δική μου δίχρονη το διαλέγει από τα πρώτα.

Εκδ. Παπαδόπουλος, 2020, σελ. 40, μτφ. Μάνος Μπονάνος [Alright already. A snowy story, 2018].

Δείγματα έργων του συγγραφέα και του εικονογράφου αντίστοιχα εδώ και εδώ.

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των ενηλίκων, εδώ.